- περουβιανός
- η , ό[ν] 1. перуанский;2. (ο , η ) (П.) перуан|ец, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περουβιανός — ή, ό, Ν [περουβία] 1. αυτός που κατάγεται από την Περουβία, το Περού, ή έχει σχέση με αυτήν 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύρια ον.) Περουβιανός, Περουβιανή ο κάτοικος τού Περού … Dictionary of Greek
περουβιανός — ή, ό κάτοικος, υπήκοος του Περού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Λιόσα, Μάριο Βάργκας — (Mario Vargas Llosa, Αρεκουίπα 1936 –). Περουβιανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας. Αρχικά φοίτησε στη Στρατιωτική Ακαδημία Λεόνθιο Πράδο (1950 52) και στη συνέχεια στο εθνικό κολέγιο Σαν Μιγκέλ της… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
Βαλιέχο, Σέσαρ — (César Vallejo, Σαντιάγο ντε Τσούκο, Περού 1895 – Παρίσι 1938). Περουβιανός ποιητής και πεζογράφος. Μιγάς και από φτωχή οικογένεια, υπέστη πολιτικές διώξεις στην πατρίδα του, υπέφερε από τη φτώχεια και τις φυλακίσεις και στο τέλος αναγκάστηκε να… … Dictionary of Greek
Βάργκας Γιόσα, Μάριο — (Mario Vargas Llosa, Αρεκίπα, Περού 1936 –). Περουβιανός συγγραφέας. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Βολιβία και επέστρεψε στο Περού το 1945. Άρχισε να γράφει πριν τελειώσει το σχολείο. Σπούδασε στη Λίμα και στη Μαδρίτη, ενώ το 1959 μετοίκησε στο … Dictionary of Greek
Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα — I (Garcilaso de laVega, Τολέδο 1503; – Νίκαια, Γαλλία 1536). Ισπανός ποιητής. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και μπήκε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Καρόλου Ε’, συμμετέχοντας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αυστρία και στην Τυνησία. Στην… … Dictionary of Greek
Γκονζάλες Πράντα, Μανουέλ — (Manuel Gonzalez Prada, Λίμα 1848 – 1918).Περουβιανός ποιητής, δημοσιολόγος και πολιτικός. Ίδρυσε το Επαναστατικό Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά το 1902 διαφώνησε με την ιδεολογική του γραμμή και προσχώρησε στον αναρχισμό. Στα έργα του αρχικά είχε… … Dictionary of Greek
Καλντερόν, Βεντούρα Γκαρθία — (Venturra Garcia Calderon, Παρίσι 1887 – 1959).Περουβιανός διπλωμάτης και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως αντιπρόσωπος της χώρας του στις Βρυξέλλες, στη Βαρσοβία, στην Κοινωνία των Εθνών και στην ΟΥΝΕΣΚΟ. Διακρίθηκε ως συγγραφέας διηγημάτων, ανάμεσα στα … Dictionary of Greek